- προλιποῦσα
- προλείπωforsakeaor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προλιποῦσ' — προλιποῦσα , προλείπω forsake aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προλιποῦσι , προλείπω forsake aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προλιποῦσαι , προλείπω forsake aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνόσυτος — κραιπνόσυτος, ον (Α) αυτός που κινείται γρήγορα («ἐλαφρῳ ποδὶ κραιπνόσυτον θᾱκον, προλιποῡσα», Αισχύλ.). επίρρ... κραιπνοσύτως (Α) γρήγορα … Dictionary of Greek